- επιτιμητής
- οθηλ. -ήτρια αυτός που επιτιμά, ο επικριτής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιτιμητής — ὁ (και θηλ. επιτιμήτρια) (Α ἐπιτιμητής) [επιτιμώ] ο κατήγορος, αυτός που ψέγει, που κατακρίνει («ὡς ούπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρύς», Αισχύλ.) αρχ. 1. εκτιμητής («νῡν δέ αὑτοὶ ἦσαν καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταί τῶν σφίσιν αὐτοῑς συμφερόντων» Αντιφ … Dictionary of Greek
ἐπιτιμητής — ἐπιτῑμητής , ἐπιτιμητής estimator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτιμητάς — ἐπιτῑμητά̱ς , ἐπιτιμητής estimator masc acc pl ἐπιτῑμητά̱ς , ἐπιτιμητής estimator masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελεγκτικός — ή, ό (ΑΜ ἐλεγκτικός, ή, όν) 1. ο ικανός, κατάλληλος ή αρμόδιος να ελέγχει 2. το θηλ. ως ουσ. η ελεγκτική το σύνολο τών μεθόδων και τών αρχών τις οποίες εφαρμόζει ο ελεγκτής για τη διενέργεια τού ελέγχου νεοελλ. φρ. «Ελεγκτικό Συνέδριο» το Ανώτατο … Dictionary of Greek
επιτιμητικός — ή, ό (Α ἐπιτιμητικός, ή όν) [επιτιμητής] ο κατάλληλος για επιτίμηση, αυτός που γίνεται για επίπληξη («[τέλος] νουθέτησις λόγος ἐπιτιμητικὸς ἀπὸ γνώμης», Πλάτ.) αρχ. αυτός που τού αρέσει να κατηγορεί, ο φιλοκατήγορος. επίρρ... επιτιμητικώς και ά… … Dictionary of Greek
επιτιμητός — ἐπιτιμητός, ή, όν (Α) πάπ. ο άξιος επίτιμηματος*, ποινής, τιμωρίας ή, κατ’ άλλη ερμηνεία, ο φιλοκατήγορος, ο επιτιμητής … Dictionary of Greek
τιμητής — Στην αρχαία Ρώμη ονομάζονταν τ. δύο άρχοντες που έκαναν περιοδικά την απογραφή του ρωμαϊκού λαού για φορολογικούς και πολιτικούς σκοπούς. Ο θεσμός του τ. ανάγεται στο έτος 443 π.Χ. Η τιμητεία αποτελούσε το υψηλότερο αξίωμα της ρωμαϊκής πολιτικής… … Dictionary of Greek
φιλεπιτιμητής — ὁ, Α φιλεπίτιμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐπιτιμητής < ἐπιτιμῶ «κατηγορώ, επιπλήττω»] … Dictionary of Greek
κἀπιτιμηταί — ἐπιτῑμηταί , ἐπιτιμητής estimator masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπιτιμητήν — ἐπιτῑμητήν , ἐπιτιμητής estimator masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)